30.8.11

Το καφέ «Κανέλα»


Το καφέ «Κανέλλα» είναι χωμένο σε ένα απόμακρο στενάκι στο κέντρο της πόλης. Μολονότι η περιοχή είναι πολυσύχναστη, η καλαίσθητη αυτή γωνιά δεν προκαλεί το ενδιαφέρον πολλών καθώς πρέπει να έχεις μελετήσει τον χάρτη για να ανακαλύψεις το αδιέξοδο μέσα στο οποίο είναι χωμένο.
Το νεοκλασικό κτίριο ήταν η κληρονομιά της Τζίνας και ό,τι απέμεινε από από την πάλαι ποτέ περιουσία της οικογένειας του πατέρα της. Ο παππούς να ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας -έτσι συνήθιζε να λέει το σόι καθώς ήταν πιο σικ από «το χεσμένος στο τάληρο» μανάβης. Τα «καπάτσα» γονίδια, όμως, φαίνεται ότι αποφάσισαν να προσπεράσουν μια γενιά και έτσι ο μπον βιβέρ πατέρας της μαζί με τον γεννημένο- να-στοχάζεται αδερφό του εκτίμησαν ότι τα λεφτά αυγατίζουν ευκολότερα με τον τζόγο και το χρηματιστήριο από ό,τι με τη σκληρή δουλειά, με αποτέλεσμα τρία καταστήματα σε στατηγικά σημεία του εμπορικού κέντρου της πόλης, ένα τρίπατο στην πιο σικ περιοχή, ένα σαλέ σε μια βουνοκορφή και ένα εξοχικό σε ηλιόλουστο νησί να γίνουν βορά στις ορέξεις των τραπεζών και των τοκογλύφων.
Το ετοιμόρροπο νεοκλασικό, πατρικό του παππού, και μια καλύβα ενός δωματίου στο χωριό από το οποίο καταγόταν ήταν τα μόνα που απέμειναν να την ενώνουν με τις προηγούμενες γενιές.
Αδέρφια, ξαδέρφια δεν είχε - ούτε καν νόθα εξ όσων γνώριζε αν και αυτό της προκαλούσε ομολογουμένως μια κάποια εντύπωση - οπότε αυτά τα δύο τσαρδιά πέρασαν στα χέρια της όταν ο πατέρας της και ο ονειροπαρμένος θείος της μπήκαν στην βάρκα με προορισμό το πιο κοντινό νησί και τελικώς βρέθηκαν στον Άδη. Ήταν τότε που η Τζίνα αποφάσισε να ακούει πάντα το δελτίο καιρού για να ξέρει εάν χρειάζεται να πάρει ομπρέλα πριν βγει από το σπίτι της.
Ευτυχώς αυτή τη φορά η ομπρέλα έμεινε στη θέση της. Ο ήλιος καίει και η θερμοκρασία απαιτεί ψάθινο καλοκαιρινό καπέλο, μπλουζάκι με τιραντάκια και δερμάτινα σανδαλάκια με χρωματιστές χαντρούλες.
Η Τζίνα καθέται στον πάγκο του μαγαζιού, ανάμεσα στην ταμειακή μηχανή και τις γυάλινες πιατέλες με τα κουλουράκια και τα βουτύματα. Το ξέρει ότι η μόδα των ημερών προστάζει ο καφές να συνοδεύεται με ξενικής προέλευσης γλυκάκια, αλλά εκείνη θέλει να διατηρήσει το πατροπαράδοτο τόνο στο μενού της. Και ας μην είναι το μαγαζί της καφενείο και ας έχει αναγκαστεί να μάθει να φτιάχνει φρέντο καπουτσίνο για όσους έχουν απαρνηθεί τον φραπέ. Έχει πάρει την απόφαση ότι από το φουρνάκι της θα βγαίνουν γλυκά που θα έχει φτιάξει με τα χεράκια της βάσει των συνταγών της γιαγιάς της.
Είναι νωρίς το απόγευμα και δεν υπάρχει πολύς κόσμος μέσα στην «Κανέλλα». Την εποχή της νεότητάς της αυτή ήταν η ώρα της σιέστας, τώρα είναι η ώρα που οι περισσότεροι επιστρέφουν στα σπίτια τους κατάκοποι από τις δουλειές της. Ωστόσο, η παρέα την οποία παρατηρεί είναι σταθερή στο απογευματινό ραντεβού της.
Η κυρία Ευανθία είναι ο σύνδεσμός τους με το μακρινό παρελθόν. Έχει προπολλού ξεπεράσει τα 70, διατηρεί εξαιρετική πνευματική διαύγεια και από τότε που ο αγαπημένος σύζυγός της, Χαρίλαος εγκατέλειψε τα εγκόσμια, εκείνη περνά την τρίτη... εφηβεία της. Δεν είναι ότι δεν αγαπούσε τον μακαρίτη, αντιθέτως, είχε νιώσει τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της όταν εκείνος «έφυγε». Έχει όμως ακόμα ισχυρό το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, παραμένει ερωτευμένη με τη ζωή και λαχταρά να μαθαίνει, να γεύεται, να χαίρεται, να αναπνέει...
Η Νατάσσα εκπροσωπεί τη γενιά της Τζίνας. Αμετανόητο παιδί των λουλουδιών, διατηρεί τα χαϊμαλιά και τις πολύχρωμες μακριές φούστες στην καρνταρόμπα της και την «peace and love» νοοτροπία στον εγκέφαλο της. Από το «dugs, sex and rock'n'roll» έχει κρατήσει το ροκ'ν'ρολ.
Γύρω στα 30 της είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι τα ναρκωτικά κάνουν κακό στην υγεία και την τσέπη της και ότι το σεξ αξίζει όταν δεν χρειάζεται να κάνει και πολλά πράγματα για να το αποκτήσει.
Το κλασικό απογευματινό γκρουπάκι του καφέ συμπληρώνει ο VG. Ευάγγελο τον είχε βαφτίσει ο νονός του όμως με το Βαγγέλης δεν κάνεις καριέρα dj! Το απόγευμα των άλλων είναι το δικό του πρωινό και ο dj VG συνηθίζει να περνά μια βόλτα από την «Κανέλλα» για να πιει το φραπεδάκι του, να φάει την σπιτική τυροπιτούλα του και να πει δύο κουβέντες με κανά δύο ανθρώπους πριν πάρει τον δρόμο για το κλαμπάκι στο οποίο δουλεύει. Το χάσμα μεταξύ των τριών γενεών έχει γεφυρωθεί με την αγάπη που και οι τρεις τους έχουν για τη μουσική και τη... λογοδιάρροια.
«Σας αγαπάω, σας λατρεύω, εκτιμώ το ότι γεμίζετε το μαγαζί μου, αλλά σήμερα είστε ένας πονοκέφαλος» μονολόγησε η Τζίνα, ενοχλημένη από το κουβεντολόι που είχε πιάσει σε πολλά ντεσιμπέλ η ετερόκλητη παρέα απέναντί της. Πλησίασε ωστόσο για να συμμετάσχει σε αυτό...